Τραυλισμός
Ο Τραυλισμός ορίζετε από τον Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ως μια διαταραχή στο ρυθμό της ομιλίας, κατά την οποία το άτομο γνωρίζει ακριβώς τι θέλει να πει, αλλά, εκείνη τη στιγμή, δεν είναι σε θέση να το πει, εξαιτίας μιας ακούσιας επαναληπτικής επιμήκυνσης ή παύσης ενός φθόγγου (WHO,1977, σ.15).
Ο τραυλισμός χαρακτηρίζεται από μη φυσιολογικές διακοπές στη ροή της ομιλίας με μεγάλη συχνότητα ή και διάρκεια. Αυτές οι διακοπές συνήθως είναι (βασικές συμπεριφορές): Η επαναλήψεις ήχων, συλλαβών ή μονοσύλλαβων λέξεων. Οι επιμηκύνσεις ήχων π.χ. « θθθθθέλω ». Οι παύσεις του εκπνεόμενου αέρα ή της φωνής π.χ. « το αγόρι πίνει {…..} το γάλα του ». Οι ατελείς φράσεις π.χ. « θέλω να….. ». Οι εμβολές φθόγγων, συλλαβών, λέξεων ή φράσεων π.χ. « παππού και θέλω και να μου πάρεις και παγωτό ». Οι αναθεωρήσεις λέξεων π.χ. « το κοοο(ρίτσι), το παιδί χτύπησε ». Ο αφύσικος ρυθμός ομιλίας από πολύ αργός έως και πολύ γρήγορος. Το Αφύσικο ανέβασμα της έντασης και του τόνου της φωνής.
Οι δευτερογενείς συμπεριφορές που παρουσιάζει το άτομο που τραυλίζει διαχωρίζονται σε δυο κατηγορίες τις συμπεριφορές διαφυγής και τις συμπεριφορές αποφυγής. Στις συμπεριφορές διαφυγής το άτομο προσπαθεί τη στιγμή που τραυλίζει να τερματίσει τον τραυλισμό και να ολοκληρώσει τη λέξη. Ενώ στις συμπεριφορές αποφυγής το άτομο μπορεί να ανοιγοκλείνει τα μάτια, να κουνά το κεφάλι ή να χρησιμοποιεί ήχους όπως το «μμμμ» που συνήθως οδηγεί στον τερματισμό του επεισοδίου του τραυλισμού, αυτές οι συμπεριφορές χρησιμοποιούνται λίγο πριν την έναρξη του επεισοδίου.
Ο τραυλισμός χωρίζεται στις παρακάτω κατηγορίες: Στον εξελικτικό τραυλισμό, ο οποίος εμφανίζεται κατά την ανάπτυξη του παιδιού. Στον επίμονο τραυλισμό ο οποίος παρατείνεται για περισσότερα από 3 χρόνια. Στον ψυχογενή – επίκτητο τραυλισμό που εμφανίζεται σε οποιαδήποτε ηλικία μετά από κάποιο τραυματικό επεισόδιο. Και στον νευρογενή – επίκτητο τραυλισμό που οφείλεται σε νευρολογική ασθένεια ή βλάβη.
Σύμφωνα με επιδημιολογικές έρευνες, ο τραυλισμός εμφανίζεται στο 1% του γενικού πληθυσμού. Τα συμπτώματα του με διάρκεια τουλάχιστον 6 μηνών παρουσιάζει το 5% του πληθυσμού (Andrews et al., 1983. Peters & Guitar, 1991). Η συχνότητα εκδήλωσης του τραυλισμού στα παιδιά ηλικίας 2 – 10 ετών υπολογίζεται 1,4 % και στους εφήβους ηλικίας 11-20 ετών στο 0,5%(Craig et al., 2002), πράγμα που υποδηλώνει την αυτόματη υποχώρηση των συμπτωμάτων πριν την εφηβεία. Επιπλέον, υπάρχει διαφοροποίηση στα δύο φύλλα καθώς στην προσχολική ηλικία η αναλογία είναι 1:1, σε μεγαλύτερες ηλικίες κυμαίνεται σε 3:1 σε βάρος των αγοριών ηλικίας 6-7 ετών αλλά και 5:1 σε εφήβους ηλικίας 12-13 ετών.
Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι ο τραυλισμός είναι μια διαταραχή με οργανική προδιάθεση που ενεργοποιείται και κάποιες φορές εδραιώνεται με την συμμετοχή γλωσσικών, συναισθηματικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Παράγοντες που μπορούν να επιδεινώσουν την δυσκολία στην ροή της ομιλίας είναι η κληρονομικότητα (3 φορές πιο συχνός σε οικογένειες που υπάρχει ιστορικό τραυλισμού), το φύλο (συχνότερος στα αγόρια), η παρουσία δυσκολιών στην ομιλία. Η γλωσσική εξέλιξη του παιδιού, τα παιδιά με γλωσσικές ικανότητες νωρίτερα ή αργότερα από τις ικανότητες των συνομήλικων τους έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο.
Ο χρόνος μεσολάβησης από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων, ο βαθμός ανησυχίας των γονέων δυσκολεύει τη διαχείριση της στιγμής εκείνης όπου το παιδί δείχνει να τραυλίζει, δυσκολεύονται να διαχειριστούν ακόμα και το δικό τους συναίσθημα. Η αντίληψη της δυσκολίας από το ίδιο το παιδί και η αρνητική του αντίδρασή στο επεισόδιο του τραυλισμού. Μεγαλύτερο διάστημα των 6 μηνών θεωρείται αρνητικός παράγοντας, ακόμα κι αν τα συμπτώματα έχουν αρχίσει να βελτιώνονται ή είχαν εξαφανιστεί τελείως για κάποια περίοδο. Τέλος, εκτός των συμπτωμάτων τραυλισμού, μπορεί να συνυπάρχουν και άλλες αρθρωτικές / φωνολογικές δυσκολίες.